Τα τελευταία χρόνια και πιο συγκεκριμένα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ο αριθμός των φοιτητών που επιλέγουν να φοιτήσουν σε κάποια ξένη χώρα ολοένα και αυξάνεται. Παρόλα αυτά στην Ελλάδα οι αρμόδιοι αδιαφορούν να αρπάξουν την ευκαιρία να μετατρέψουν την Ελλάδα σε εκπαιδευτικό πόλο αυξάνοντας ταυτόχρονα τα έσοδα της χώρας. Συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η πρόσφατη απόρριψη της πρότασης απο φιλοσοφικής σχολής αθηνών, όπου πρότειναν τη δημιουργία αγγλόφωνου προπτυχιακού προγράμματος με αντικέιμενο την “Ελληνική αρχαιολογία” που θα στόχευε κυρίως σε κινέζους φοιτητές.
Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος η χώρα θα μπορούσε να κερδίσει 105.000-110.000 φοιτητές που επέφεραν σε ένα διάστημα δέκα ετών εως και 50δισ ευρώ στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας. Όσων αφορά τους Έλληνες φοιτητές που φεύγουν στο εξωτερικό κατέχουν απο τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπαική Ένωση.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το διεθνές περιβάλλον είναι εξαιρετικά ευνοϊκό για την προσέλκυση ξένων φοιτητών στην Ελλάδα, καθώς η μετανάστευση για σπουδές στο εξωτερικό έχει εκτιναχθεί από 0,8 εκατ. φοιτητές το 1975 και 1,8 εκατ. το 1995 σε 4,5 εκατ. φοιτητές το 2015.
Οι χώρες έχουν επωφεληθεί από τη θετική διεθνή συγκυρία ανάλογα με το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των ΑΕΙ τους, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε χαμηλή θέση λόγω της υστέρησης των ΑΕΙ.
Η φοιτητικές ροές στην Ελλάδα φτάνουν το 0,7%, ποσοστό που προέρχεται είτε απο Κύπριους φοιτητές είτε απο παιδιά μεταναστών (π.χ απο Αλβανία). Θα μπορούσαμε επίσης να αξιοποιήσουμε τη μεγάλη ακαδημαϊκή διασπορά των Ελλήνων πανεπιστημιακών που απασχολείται στο εξωτερικόι και φτάνει το ποσοσστό των 60% σε σχέση με το μέσο ευρωπαικό όρο 11%.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει τη σύσταση σταθερής εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση με έμφαση στην αυτονομία των ΑΕΙ, χρηματοδότηση βάσει αποτελεσμάτων, τις διεθνείς συνεργασίες, νομοθέτηση πολιτικών και κινήτρων για προσέλκυση της ακαδημαϊκής διασποράς όπως έχει εφαρμόσει με επιτυχία η Κίνα, και στήριξη της δημιουργίας Κέντρων Αριστείας γύρω από τα ελληνικά ΑΕΙ για ενδυνάμωση της σύνδεσής τους με τον επιχειρηματικό τομέα.
Ακόμα, προτείνεται η ενίσχυση της ακαδημαϊκής έρευνας, με τις σχετικές δαπάνες να αυξάνονται στο 0,5% του ΑΕΠ έναντι 0,3% σήμερα. Εάν γίνουν τα παραπάνω οι έρευνες δείχνουν πως θα υπάρχει άμεση επίδραση στην οικονομία και απο τους φοιτητές του εξωτερικού αλλά και απο τους φοιτητές που θα παραμείνουν στην χώρα φέρνοντας εώς και 1,8δισ ευρώ.
Επιπρόσθετα τέτοιες μεταρρυθμίσεις και ενέργειες που θα επιφέρουν ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας θα προσθέσουν στον ρυθμό ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ 1,1 ποσοστιαία μονάδα ετησίως κατά την πρώτη δεκαετία, αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ κατά περισσότερα από 20 δισ. ευρώ ετησίως σε ορίζοντα δεκαετίας, και κατά 0,4 μονάδες μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, εκτιμάται πως εάν η ακαδημαϊκή αναβάθμιση συνδυαστεί με σταδιακή βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα προσθέσει στον ρυθμό ανάπτυξης 2,6 μονάδες ετησίως κατά την πρώτη δεκαετία, αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ κατά περίπου 50 δισ. ευρώ ετησίως σε ορίζοντα 10ετίας και κατά περίπου 1 μονάδα μεσοπρόθεσμα.